Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακόπτω
διακορεύω
διακορής
διακορκορυγέω
διάκορος
διᾱκόσιοι
διακοσμέω
διακόσμησις
διάκοσμος
διακούω
διακραδαίνω
διακρᾱνάω
διακρῑβολογέομαι
διακρῑβόω
διακριδόν
διακρῑ́νω
διάκριοι
διάκρισις
διακριτέα
διακριτικός
διάκριτος
View word page
δια-κραδαίνω
διακραδαίνωvb of a javelin, on impactviolently shakea person's bodyTim.

ShortDef

shake violently

Debugging

Headword:
διακραδαίνω
Headword (normalized):
διακραδαίνω
Headword (normalized/stripped):
διακραδαινω
IDX:
8735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8736
Key:
διακραδαίνω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κραδαίνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κραδαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a javelin, on impact</Indic><Tr>violently shake</Tr><Obj>a person's body<Au>Tim.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διακραδαίνω'}