Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διᾱκόνησις
διᾱκονίᾱ
διᾱκονικός
διᾱ́κονος
διακοντίζομαι
διακοπή
διακόπτω
διακορεύω
διακορής
διακορκορυγέω
διάκορος
διᾱκόσιοι
διακοσμέω
διακόσμησις
διάκοσμος
διακούω
διακραδαίνω
διακρᾱνάω
διακρῑβολογέομαι
διακρῑβόω
διακριδόν
View word page
διά-κορος
διά-κοροςονadjκόρος1 of landsaturatedw. waterHdt.of personssatedw.gen.w. one anotherX.

ShortDef

satiated, glutted

Debugging

Headword:
διάκορος
Headword (normalized):
διάκορος
Headword (normalized/stripped):
διακορος
IDX:
8729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8730
Key:
διάκορος

Data

{'headword_display': '<b>διά-κορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διά-κορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόρος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Tr>saturated<Expl>w. water</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au><aS2><Indic>of persons</Indic><Tr>sated<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. one another</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'διάκορος'}