Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁρματεύω
ἁρματηλασίᾱ
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματόεις
ἁρματόκτυπος
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφίᾱ
ἁρματροχιή
ἄρμενα
Ἀρμενίᾱ
ἁρμογή
ἁρμόδιος
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμονίᾱ
ἁρμονικός
ἁρμός
ἁρμόσματα
View word page
ἁρματροχιή
ἁρματροχιήῆςep.Ion.fτροχός track made by chariot wheelswheel-trackIl.

ShortDef

wheel - rut

Debugging

Headword:
ἁρματροχιή
Headword (normalized):
ἁρματροχιή
Headword (normalized/stripped):
αρματροχιη
IDX:
872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-873
Key:
ἁρματροχιή

Data

{'headword_display': '<b>ἁρματροχιή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁρματροχιή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>ep.Ion.f</PS><Ety><Ref>τροχός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>track made by chariot wheels</Def><Tr>wheel-track</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἁρματροχιή'}