Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διᾱκόνημα
διᾱκόνησις
διᾱκονίᾱ
διᾱκονικός
διᾱ́κονος
διακοντίζομαι
διακοπή
διακόπτω
διακορεύω
διακορής
διακορκορυγέω
διάκορος
διᾱκόσιοι
διακοσμέω
διακόσμησις
διάκοσμος
διακούω
διακραδαίνω
διακρᾱνάω
διακρῑβολογέομαι
διακρῑβόω
View word page
δια-κορκορυγέω
δια-κορκορυγέωcontr.vbκορκορυγή of a commotionrumble throughone's bellyAr.

ShortDef

to rumble through

Debugging

Headword:
διακορκορυγέω
Headword (normalized):
διακορκορυγέω
Headword (normalized/stripped):
διακορκορυγεω
IDX:
8728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8729
Key:
διακορκορυγέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κορκορυγέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-κορκορυγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κορκορυγή</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a commotion</Indic><Tr>rumble through</Tr><Obj>one's belly<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διακορκορυγέω'}