Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακομπέω
διᾱκονέω
διᾱκόνημα
διᾱκόνησις
διᾱκονίᾱ
διᾱκονικός
διᾱ́κονος
διακοντίζομαι
διακοπή
διακόπτω
διακορεύω
διακορής
διακορκορυγέω
διάκορος
διᾱκόσιοι
διακοσμέω
διακόσμησις
διάκοσμος
διακούω
διακραδαίνω
διακρᾱνάω
View word page
δια-κορεύω
δια-κορεύωvbor perh.διακορέωcontr.vbκορεύομαικόρη1 deflowera girlAr.

ShortDef

deflower

Debugging

Headword:
διακορεύω
Headword (normalized):
διακορεύω
Headword (normalized/stripped):
διακορευω
IDX:
8726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8727
Key:
διακορεύω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κορεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-κορεύω</HL><PS>vb</PS><vHG2><Lbl>or perh.</Lbl><HL2>διακορέω</HL2><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κορεύομαι</Ref><Ref>κόρη<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG2></vHG> <vS1> <Tr>deflower</Tr><Obj>a girl<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διακορεύω'}