Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακομίζω
διακομπάζω
διακομπέω
διᾱκονέω
διᾱκόνημα
διᾱκόνησις
διᾱκονίᾱ
διᾱκονικός
διᾱ́κονος
διακοντίζομαι
διακοπή
διακόπτω
διακορεύω
διακορής
διακορκορυγέω
διάκορος
διᾱκόσιοι
διακοσμέω
διακόσμησις
διάκοσμος
διακούω
View word page
διακοπή
διακοπήῆςfδιακόπτω cut, gash, slashon a body, a cloakPlu. passage cut througha strip of landchannel, canalPlb.

ShortDef

a gash, cleft

Debugging

Headword:
διακοπή
Headword (normalized):
διακοπή
Headword (normalized/stripped):
διακοπη
IDX:
8724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8725
Key:
διακοπή

Data

{'headword_display': '<b>διακοπή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διακοπή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διακόπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cut, gash, slash<Expl>on a body, a cloak</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Def>passage cut through<Expl>a strip of land</Expl></Def><Tr>channel, canal</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διακοπή'}