Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηλασίᾱ
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματόεις
ἁρματόκτυπος
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφίᾱ
ἁρματροχιή
ἄρμενα
Ἀρμενίᾱ
ἁρμογή
ἁρμόδιος
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμονίᾱ
ἁρμονικός
ἁρμός
View word page
ἁρματοτροφίᾱ
ἁρματοτροφίᾱᾱςf breeding of chariot-horsesX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁρματοτροφίᾱ
Headword (normalized):
ἁρματοτροφίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αρματοτροφια
IDX:
871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-872
Key:
ἁρματοτροφίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἁρματοτροφίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁρματοτροφίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>breeding of chariot-horses</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἁρματοτροφίᾱ'}