Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάκλισις
διακλύζω
διακναίω
διακολακεύομαι
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διακομπάζω
διακομπέω
διᾱκονέω
διᾱκόνημα
διᾱκόνησις
διᾱκονίᾱ
διᾱκονικός
διᾱ́κονος
διακοντίζομαι
διακοπή
διακόπτω
διακορεύω
διακορής
διακορκορυγέω
View word page
διᾱκόνημα
διᾱκόνημαατοςn household taskperformed by a servantPl. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διᾱκόνημα
Headword (normalized):
διᾱκόνημα
Headword (normalized/stripped):
διακονημα
IDX:
8718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8719
Key:
διᾱκόνημα

Data

{'headword_display': '<b>διᾱκόνημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διᾱκόνημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>household task<Expl>performed by a servant</Expl></Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διᾱκόνημα'}