Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακληρόω
διακλῑ́νω
διάκλισις
διακλύζω
διακναίω
διακολακεύομαι
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διακομπάζω
διακομπέω
διᾱκονέω
διᾱκόνημα
διᾱκόνησις
διᾱκονίᾱ
διᾱκονικός
διᾱ́κονος
διακοντίζομαι
διακοπή
διακόπτω
διακορεύω
View word page
δια-κομπέω
διακομπέωcontr.vb boast ofone's wealthPi.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακομπέω
Headword (normalized):
διακομπέω
Headword (normalized/stripped):
διακομπεω
IDX:
8716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8717
Key:
διακομπέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κομπέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κομπέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>boast of</Tr><Obj>one's wealth<Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διακομπέω'}