Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακλέπτω
διακληρόω
διακλῑ́νω
διάκλισις
διακλύζω
διακναίω
διακολακεύομαι
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διακομπάζω
διακομπέω
διᾱκονέω
διᾱκόνημα
διᾱκόνησις
διᾱκονίᾱ
διᾱκονικός
διᾱ́κονος
διακοντίζομαι
διακοπή
διακόπτω
View word page
δια-κομπάζω
δια-κομπάζωvb of personscompete in boastingw. one anotherAr.

ShortDef

boast one against the other

Debugging

Headword:
διακομπάζω
Headword (normalized):
διακομπάζω
Headword (normalized/stripped):
διακομπαζω
IDX:
8715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8716
Key:
διακομπάζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κομπάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-κομπάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons</Indic><Tr>compete in boasting<Expl>w. one another</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διακομπάζω'}