Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακῑνέω
διακίχραμαι
διακλάω
διακλείω
διακλέπτω
διακληρόω
διακλῑ́νω
διάκλισις
διακλύζω
διακναίω
διακολακεύομαι
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διακομπάζω
διακομπέω
διᾱκονέω
διᾱκόνημα
διᾱκόνησις
διᾱκονίᾱ
διᾱκονικός
View word page
δια-κολακεύομαι
διακολακεύομαιmid.vb of Greek statescompete in fawningw. πρός + acc.on the Persian king's wealthIsoc.

ShortDef

vie with each other in flattery

Debugging

Headword:
διακολακεύομαι
Headword (normalized):
διακολακεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διακολακευομαι
IDX:
8711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8712
Key:
διακολακεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-κολακεύομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κολακεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of Greek states</Indic><Tr>compete in fawning</Tr><PrPhr><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>on the Persian king's wealth<Au>Isoc.</Au> </PrPhr> </vS1> </VE>", 'key': 'διακολακεύομαι'}