Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακηρύσσω
διακινδῡνεύω
διακῑνέω
διακίχραμαι
διακλάω
διακλείω
διακλέπτω
διακληρόω
διακλῑ́νω
διάκλισις
διακλύζω
διακναίω
διακολακεύομαι
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διακομπάζω
διακομπέω
διᾱκονέω
διᾱκόνημα
διᾱκόνησις
View word page
δια-κλύζω
διακλύζωvb of the seawash intoa caveE.

ShortDef

to wash, wash out

Debugging

Headword:
διακλύζω
Headword (normalized):
διακλύζω
Headword (normalized/stripped):
διακλυζω
IDX:
8709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8710
Key:
διακλύζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κλύζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κλύζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of the sea</Indic><Tr>wash into</Tr><Obj>a cave<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διακλύζω'}