Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακηρῡκεύομαι
διακηρύσσω
διακινδῡνεύω
διακῑνέω
διακίχραμαι
διακλάω
διακλείω
διακλέπτω
διακληρόω
διακλῑ́νω
διάκλισις
διακλύζω
διακναίω
διακολακεύομαι
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διακομπάζω
διακομπέω
διᾱκονέω
διᾱκόνημα
View word page
διάκλισις
διάκλισιςεωςf retirement, withdrawalas a military tacticPlu.

ShortDef

a retreat

Debugging

Headword:
διάκλισις
Headword (normalized):
διάκλισις
Headword (normalized/stripped):
διακλισις
IDX:
8708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8709
Key:
διάκλισις

Data

{'headword_display': '<b>διάκλισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάκλισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>retirement, withdrawal<Expl>as a military tactic</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάκλισις'}