Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακέκρᾱγα
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διάκενος
διακερματίζομαι
διακηρῡκεύομαι
διακηρύσσω
διακινδῡνεύω
διακῑνέω
διακίχραμαι
διακλάω
διακλείω
διακλέπτω
διακληρόω
διακλῑ́νω
διάκλισις
διακλύζω
διακναίω
διακολακεύομαι
διακολυμβάω
View word page
δια-κίχραμαι
διακίχραμαιpass.vbκίχρημι, seeχράω, underχράομαιpf.pass.ptcpl.
διακεχρημένος
of moneybe given out in loansD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακίχραμαι
Headword (normalized):
διακίχραμαι
Headword (normalized/stripped):
διακιχραμαι
IDX:
8702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8703
Key:
διακίχραμαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-κίχραμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κίχραμαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>κίχρημι</Ref>, see<Ref>χράω</Ref>, under<Ref>χράομαι</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>pf.pass.ptcpl.</Lbl><Form>διακεχρημένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of money</Indic><Tr>be given out in loans</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διακίχραμαι'}