Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁρμαλιή
ἁρμάμαξα
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηλασίᾱ
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματόεις
ἁρματόκτυπος
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφίᾱ
ἁρματροχιή
ἄρμενα
Ἀρμενίᾱ
ἁρμογή
ἁρμόδιος
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμονίᾱ
View word page
ἁρματο-πηγός
ἁρματοπηγόςοῦmπήγνῡμι chariot-makerappos.w. ἀνήρIl. Theoc.

ShortDef

a wheelwright, chariot-maker

Debugging

Headword:
ἁρματοπηγός
Headword (normalized):
ἁρματοπηγός
Headword (normalized/stripped):
αρματοπηγος
IDX:
869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-870
Key:
ἁρματοπηγός

Data

{'headword_display': '<b>ἁρματο-πηγός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁρματο<hyph/>πηγός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>chariot-maker<Expl>appos.w. <Ref>ἀνήρ</Ref></Expl></Tr><Au>Il. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἁρματοπηγός'}