Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογίᾱ
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
ἀπολοέω
ἀπολοιδορέω
ἀπόλουσις
ἀπολούω
ἀπολοφῡ́ρομαι
ἀπολῡμαίνομαι
ἀπολῡμαντήρ
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτικῶς
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολῡ́ω
ἀπολωβάομαι
ἀπολωτίζω
View word page
ἀπ-ολοφῡ́ρομαι
ἀπολοφῡ́ρομαιmid.vb lament in fullto the endthe deadTh. Pl. lament loudlyfor oneself, one's situationAnd. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολοφῡ́ρομαι
Headword (normalized):
ἀπολοφῡ́ρομαι
Headword (normalized/stripped):
απολοφυρομαι
IDX:
86
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-87
Key:
ἀπολοφῡ́ρομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-ολοφῡ́ρομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>ολοφῡ́ρομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>lament in full<or/>to the end</Tr><Obj>the dead<Au>Th. Pl.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>lament loudly</Tr><Obj>for oneself, one's situation<Au>And. X.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀπολοφῡ́ρομαι'}