Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακαυνιάζω
διακεάζω
διακεδάννῡμι
διάκειμαι
διακείρω
διακέκρᾱγα
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διάκενος
διακερματίζομαι
διακηρῡκεύομαι
διακηρύσσω
διακινδῡνεύω
διακῑνέω
διακίχραμαι
διακλάω
διακλείω
διακλέπτω
διακληρόω
διακλῑ́νω
View word page
δια-κερματίζομαι
διακερματίζομαιmid.vb getw.acc.a drachmachanged into smaller coinsAr.

ShortDef

get changed into small coin

Debugging

Headword:
διακερματίζομαι
Headword (normalized):
διακερματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διακερματιζομαι
IDX:
8697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8698
Key:
διακερματίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-κερματίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κερματίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>get<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a drachma</Prnth>changed into smaller coins</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διακερματίζομαι'}