Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακαυνιάζω
διακεάζω
διακεδάννῡμι
διάκειμαι
διακείρω
διακέκρᾱγα
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διάκενος
διακερματίζομαι
διακηρῡκεύομαι
διακηρύσσω
διακινδῡνεύω
διακῑνέω
διακίχραμαι
διακλάω
διακλείω
διακλέπτω
View word page
διακελευσμός
διακελευσμόςοῦm shouting of cries of encouragementcheering onof attacking forcesTh.

ShortDef

an exhortation, cheering on

Debugging

Headword:
διακελευσμός
Headword (normalized):
διακελευσμός
Headword (normalized/stripped):
διακελευσμος
IDX:
8695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8696
Key:
διακελευσμός

Data

{'headword_display': '<b>διακελευσμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διακελευσμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>shouting of cries of encouragement</Def><Tr>cheering on<Expl>of attacking forces</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διακελευσμός'}