Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακαρᾱδοκέω
διακαρτερέω
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακαυνιάζω
διακεάζω
διακεδάννῡμι
διάκειμαι
διακείρω
διακέκρᾱγα
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διάκενος
διακερματίζομαι
διακηρῡκεύομαι
διακηρύσσω
διακινδῡνεύω
διακῑνέω
διακίχραμαι
διακλάω
View word page
διακέλευμα
διακέλευμαατοςnδιακελεύομαι order, instruction, exhortationPl.

ShortDef

an exhortation, command

Debugging

Headword:
διακέλευμα
Headword (normalized):
διακέλευμα
Headword (normalized/stripped):
διακελευμα
IDX:
8693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8694
Key:
διακέλευμα

Data

{'headword_display': '<b>διακέλευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διακέλευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διακελεύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>order, instruction, exhortation</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διακέλευμα'}