Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακανάσσω
διακαρᾱδοκέω
διακαρτερέω
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακαυνιάζω
διακεάζω
διακεδάννῡμι
διάκειμαι
διακείρω
διακέκρᾱγα
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διάκενος
διακερματίζομαι
διακηρῡκεύομαι
διακηρύσσω
διακινδῡνεύω
διακῑνέω
διακίχραμαι
View word page
δια-κέκρᾱγα
διακέκρᾱγαpf.vbκρᾱ́ζωw.pres.sens. of birdsvie in screechingoutscreech one anotherAr.of personshave a shouting matchw.dat.w. othersAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακέκρᾱγα
Headword (normalized):
διακέκρᾱγα
Headword (normalized/stripped):
διακεκραγα
IDX:
8692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8693
Key:
διακέκρᾱγα

Data

{'headword_display': '<b>δια-κέκρᾱγα</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κέκρᾱγα</HL><PS>pf.vb</PS><Ety><Ref>κρᾱ́ζω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>w.pres.sens.</Lbl></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of birds</Indic><Def>vie in screeching</Def><Tr>outscreech one another</Tr><Au>Ar.</Au><vS2><Indic>of persons</Indic><Tr>have a shouting match</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. others<Au>Ar.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διακέκρᾱγα'}