Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακάθημαι
διακαθίζω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλύπτω
διακανάσσω
διακαρᾱδοκέω
διακαρτερέω
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακαυνιάζω
διακεάζω
διακεδάννῡμι
διάκειμαι
διακείρω
διακέκρᾱγα
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
διάκενος
διακερματίζομαι
View word page
δια-καυνιάζω
διακαυνιάζωvbκαῦνος or καυνός lot cast lots to decidew.indir.q.who will do sthg.Ar.

ShortDef

determine by lot

Debugging

Headword:
διακαυνιάζω
Headword (normalized):
διακαυνιάζω
Headword (normalized/stripped):
διακαυνιαζω
IDX:
8687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8688
Key:
διακαυνιάζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-καυνιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>καυνιάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>καῦνος</Ref> or <Ref>καυνός</Ref> <ital>lot</ital></Ety></vHG> <vS1> <Tr>cast lots to decide</Tr><Cmpl><GLbl>w.indir.q.</GLbl>who will do sthg.<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διακαυνιάζω'}