Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακάθημαι
διακαθίζω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλύπτω
διακανάσσω
διακαρᾱδοκέω
διακαρτερέω
διακατελέγχομαι
διακατέχω
διακαυνιάζω
διακεάζω
διακεδάννῡμι
διάκειμαι
διακείρω
διακέκρᾱγα
διακέλευμα
διακελεύομαι
διακελευσμός
View word page
δια-κατελέγχομαι
διακατελέγχομαιmid.vb completely refutew.dat.someoneNT.

ShortDef

to confute thoroughly

Debugging

Headword:
διακατελέγχομαι
Headword (normalized):
διακατελέγχομαι
Headword (normalized/stripped):
διακατελεγχομαι
IDX:
8685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8686
Key:
διακατελέγχομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-κατελέγχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κατελέγχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>completely refute</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διακατελέγχομαι'}