Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίαιτα
διαιτάομαι
διαιτήματα
διαιτητήρια
διαιτητής
διαιτητικός
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακάθημαι
διακαθίζω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλύπτω
διακανάσσω
διακαρᾱδοκέω
διακαρτερέω
διακατελέγχομαι
διακατέχω
View word page
διακάθαρσις
διακάθαρσιςεωςfδιακαθαίρω thorough cleansingpurgingPl.

ShortDef

a thorough cleansing

Debugging

Headword:
διακάθαρσις
Headword (normalized):
διακάθαρσις
Headword (normalized/stripped):
διακαθαρσις
IDX:
8676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8677
Key:
διακάθαρσις

Data

{'headword_display': '<b>διακάθαρσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διακάθαρσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διακαθαίρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>thorough cleansing<or/>purging</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διακάθαρσις'}