Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαίρω
διαισθάνομαι
διᾱίσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάομαι
διαιτήματα
διαιτητήρια
διαιτητής
διαιτητικός
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακάθημαι
διακαθίζω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλύπτω
διακανάσσω
View word page
δι-αιώνιος
διαιώνιοςᾱ ονadj of natureeternalPl.

ShortDef

everlasting

Debugging

Headword:
διαιώνιος
Headword (normalized):
διαιώνιος
Headword (normalized/stripped):
διαιωνιος
IDX:
8672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8673
Key:
διαιώνιος

Data

{'headword_display': '<b>δι-αιώνιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι<hyph/>αιώνιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of nature</Indic><Tr>eternal</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαιώνιος'}