Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαιρέω
διαίρω
διαισθάνομαι
διᾱίσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάομαι
διαιτήματα
διαιτητήρια
διαιτητής
διαιτητικός
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακάθημαι
διακαθίζω
διακαίω
διακαλέομαι
διακαλύπτω
View word page
διαιτητικός
διαιτητικόςή όνadjof a branch of medicineconcerned with dietPlb.

ShortDef

of or for diet; critical (discussion)

Debugging

Headword:
διαιτητικός
Headword (normalized):
διαιτητικός
Headword (normalized/stripped):
διαιτητικος
IDX:
8671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8672
Key:
διαιτητικός

Data

{'headword_display': '<b>διαιτητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαιτητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a branch of medicine</Indic><Tr>concerned with diet</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαιτητικός'}