Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαιρετός
διαιρέω
διαίρω
διαισθάνομαι
διᾱίσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάομαι
διαιτήματα
διαιτητήρια
διαιτητής
διαιτητικός
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακάθημαι
διακαθίζω
διακαίω
διακαλέομαι
View word page
διαιτητής
διαιτητήςοῦm usu. in legal ctxt.arbitratorHdt. Att.orats. Pl. Arist. Plu.

ShortDef

an arbitrator, umpire

Debugging

Headword:
διαιτητής
Headword (normalized):
διαιτητής
Headword (normalized/stripped):
διαιτητης
IDX:
8670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8671
Key:
διαιτητής

Data

{'headword_display': '<b>διαιτητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαιτητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>usu. in legal ctxt.</Indic><Tr>arbitrator</Tr><Au>Hdt. Att.orats. Pl. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαιτητής'}