Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρω
διαισθάνομαι
διᾱίσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάομαι
διαιτήματα
διαιτητήρια
διαιτητής
διαιτητικός
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακάθημαι
διακαθίζω
διακαίω
View word page
διαιτητήρια
διαιτητήριαωνn.pl living quartersX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαιτητήρια
Headword (normalized):
διαιτητήρια
Headword (normalized/stripped):
διαιτητηρια
IDX:
8669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8670
Key:
διαιτητήρια

Data

{'headword_display': '<b>διαιτητήρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαιτητήρια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>living quarters</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαιτητήρια'}