Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαίρεσις
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρω
διαισθάνομαι
διᾱίσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάομαι
διαιτήματα
διαιτητήρια
διαιτητής
διαιτητικός
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακάθημαι
διακαθίζω
View word page
διαιτήματα
διαιτήματατωνn.pl customs, practices, way of lifeTh. X. items of diet, means of subsistenceX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαιτήματα
Headword (normalized):
διαιτήματα
Headword (normalized/stripped):
διαιτηματα
IDX:
8668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8669
Key:
διαιτήματα

Data

{'headword_display': '<b>διαιτήματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαιτήματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>customs, practices, way of life</Tr><Au>Th. X.</Au></nS1> <nS1><Tr>items of diet, means of subsistence</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαιτήματα'}