Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίαιμος
διαίνω
διαιπετής
διαίρεσις
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρω
διαισθάνομαι
διᾱίσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάομαι
διαιτήματα
διαιτητήρια
διαιτητής
διαιτητικός
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
View word page
δι-αϊστόω
διαϊστόωcontr.vbaor.
διηίστωσα
destroy, killa personS.

ShortDef

make an end of

Debugging

Headword:
διαϊστόω
Headword (normalized):
διαϊστόω
Headword (normalized/stripped):
διαιστοω
IDX:
8665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8666
Key:
διαϊστόω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αϊστόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>αϊστόω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>διηίστωσα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>destroy, kill</Tr><Obj>a person<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαϊστόω'}