Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διαί
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαίνω
διαιπετής
διαίρεσις
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρω
διαισθάνομαι
διᾱίσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάομαι
διαιτήματα
διαιτητήρια
View word page
διαιρετικός
διαιρετικόςή όνadj of wordsof the kind that imply the notion of separationPl.

ShortDef

divisible

Debugging

Headword:
διαιρετικός
Headword (normalized):
διαιρετικός
Headword (normalized/stripped):
διαιρετικος
IDX:
8659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8660
Key:
διαιρετικός

Data

{'headword_display': '<b>διαιρετικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαιρετικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of words</Indic><Tr>of the kind that imply the notion of separation</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαιρετικός'}