Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαθραύω
διαθρέω
διαθροέω
διαθρῡλέομαι
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διαί
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαίνω
διαιπετής
διαίρεσις
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρω
διαισθάνομαι
διᾱίσσω
διαϊστόω
View word page
δί-αιμος
δίαιμοςονadjαἷμα of fingernails, spittlebloodyE. Plb. δίαιμονneut.advwith a discharge of bloodref. to spittingPlu.

ShortDef

blood-stained

Debugging

Headword:
δίαιμος
Headword (normalized):
δίαιμος
Headword (normalized/stripped):
διαιμος
IDX:
8655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8656
Key:
δίαιμος

Data

{'headword_display': '<b>δί-αιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>αιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἷμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fingernails, spittle</Indic><Tr>bloody</Tr><Au>E. Plb.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>δίαιμον</HL><PS>neut.adv</PS></vHG><advS1><Tr>with a discharge of blood</Tr><ModVb>ref. to spitting<Au>Plu.</Au></ModVb></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'δίαιμος'}