Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄρκυς
ἀρκυστασίᾱ
ἀρκύστατα
ἀρκυωρός
ἅρμα
ἁρμαλιή
ἁρμάμαξα
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηλασίᾱ
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματόεις
ἁρματόκτυπος
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφίᾱ
ἁρματροχιή
ἄρμενα
Ἀρμενίᾱ
View word page
ἁρματηλατέω
ἁρματηλατέωcontr.vb be a chariot-driverHdt. be a charioteerin a raceX.

ShortDef

to go in a chariot, drive it

Debugging

Headword:
ἁρματηλατέω
Headword (normalized):
ἁρματηλατέω
Headword (normalized/stripped):
αρματηλατεω
IDX:
864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-865
Key:
ἁρματηλατέω

Data

{'headword_display': '<b>ἁρματηλατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἁρματηλατέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be a chariot-driver</Tr><Au>Hdt.</Au> <vS2><Tr>be a charioteer<Expl>in a race</Expl></Tr><Au>X.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἁρματηλατέω'}