Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαθειόω
διαθερμαίνω
διάθερμος
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθετήρ
διαθέτης
διαθέω
διαθήκη
διαθιγή
διαθλῑ́βω
διαθορυβέω
διαθραύω
διαθρέω
διαθροέω
διαθρῡλέομαι
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διαί
διαιθριάζω
δίαιθρος
View word page
δια-θλῑ́βω
διαθλῑ́βωvb of worriesoppressa personCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαθλῑ́βω
Headword (normalized):
διαθλῑ́βω
Headword (normalized/stripped):
διαθλιβω
IDX:
8643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8644
Key:
διαθλῑ́βω

Data

{'headword_display': '<b>δια-θλῑ́βω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>θλῑ́βω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of worries</Indic><Tr>oppress</Tr><Obj>a person<Au>Call.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαθλῑ́βω'}