Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαζῆν
διαζητέω
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζώννῡμι
διαζώω
διάημι
διαθεᾱ́ομαι
διαθειόω
διαθερμαίνω
διάθερμος
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθετήρ
διαθέτης
διαθέω
διαθήκη
διαθιγή
διαθλῑ́βω
διαθορυβέω
διαθραύω
View word page
διά-θερμος
διάθερμοςονadjθερμός of drinkers, young menhot-headedArist.

ShortDef

heated through: of a hot temperament

Debugging

Headword:
διάθερμος
Headword (normalized):
διάθερμος
Headword (normalized/stripped):
διαθερμος
IDX:
8635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8636
Key:
διάθερμος

Data

{'headword_display': '<b>διά-θερμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διά<hyph/>θερμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θερμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of drinkers, young men</Indic><Tr>hot-headed</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διάθερμος'}