Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείσομαι
διαείσομαι
διαζευγμός
διαζεύγνῡμι
διάζευξις
διαζῆν
διαζητέω
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζώννῡμι
διαζώω
διάημι
διαθεᾱ́ομαι
διαθειόω
διαθερμαίνω
View word page
διάζευξις
διάζευξιςεωςf disjunction, separationof the soul, w.gen.fr. the bodyPl. enforced separationdivorceof a couplePl.segregationof women, fr. menArist.

ShortDef

a disjoining, parting

Debugging

Headword:
διάζευξις
Headword (normalized):
διάζευξις
Headword (normalized/stripped):
διαζευξις
IDX:
8624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8625
Key:
διάζευξις

Data

{'headword_display': '<b>διάζευξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάζευξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>disjunction, separation<Expl>of the soul, <GLbl>w.gen.</GLbl>fr. the body</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1> <nS1><Def>enforced separation</Def><Tr>divorce<Expl>of a couple</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><nS2><Tr>segregation<Expl>of women, fr. men</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'διάζευξις'}