Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διαδύομαι
διάδυσις
διᾴδω
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείσομαι
διαείσομαι
διαζευγμός
διαζεύγνῡμι
διάζευξις
διαζῆν
διαζητέω
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζώννῡμι
διαζώω
διάημι
View word page
διαείσομαι
2
διαείσομαι
2
ep.fut.mid.
see
διείδομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαείσομαι
Headword (normalized):
διαείσομαι
Headword (normalized/stripped):
διαεισομαι
IDX:
8621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8622
Key:
διαείσομαι_2
Data
{'headword_display': '<b>διαείσομαι</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><RefFm>διαείσομαι<Hm>2</Hm><LblR>ep.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διείδομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαείσομαι_2'}