Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διάδρομος
διαδύομαι
διάδυσις
διᾴδω
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείσομαι
διαείσομαι
διαζευγμός
διαζεύγνῡμι
διάζευξις
διαζῆν
διαζητέω
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζώννῡμι
διαζώω
View word page
διαείσομαι
1
διαείσομαι
1
ep.fut.mid.
see
διᾴδω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαείσομαι
Headword (normalized):
διαείσομαι
Headword (normalized/stripped):
διαεισομαι
IDX:
8620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8621
Key:
διαείσομαι_1
Data
{'headword_display': '<b>διαείσομαι</b><sup>1</sup>', 'content': '<XE><RefFm>διαείσομαι<Hm>1</Hm><LblR>ep.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διᾴδω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαείσομαι_1'}