Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
διαδρομή
διάδρομος
διαδύομαι
διάδυσις
διᾴδω
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείσομαι
διαείσομαι
διαζευγμός
διαζεύγνῡμι
διάζευξις
διαζῆν
διαζητέω
View word page
διαείδομαι
διαείδομαιep.mid.vbseeδιείδομαι

ShortDef

discern

Debugging

Headword:
διαείδομαι
Headword (normalized):
διαείδομαι
Headword (normalized/stripped):
διαειδομαι
IDX:
8616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8617
Key:
διαείδομαι

Data

{'headword_display': '<b>διαείδομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαείδομαι</HL><PS>ep.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>διείδομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαείδομαι'}