Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
διαδρομή
διάδρομος
διαδύομαι
διάδυσις
διᾴδω
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείσομαι
διαείσομαι
διαζευγμός
διαζεύγνῡμι
διάζευξις
View word page
δια-δωρέομαι
διαδωρέομαιmid.contr.vb distributew.acc.thingsas a giftw.dat.to personsX.

ShortDef

to distribute in presents

Debugging

Headword:
διαδωρέομαι
Headword (normalized):
διαδωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδωρεομαι
IDX:
8614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8615
Key:
διαδωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-δωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>δωρέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>distribute<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>things</Prnth>as a gift</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to persons<Au>X.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδωρέομαι'}