Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
διαδρομή
διάδρομος
διαδύομαι
διάδυσις
διᾴδω
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείσομαι
View word page
διάδρομος
διάδρομοςονadjof fleeingin a rush this way and thatA. of lintelsfalling apartin an earthquakeE. of a marriage, meton. for a wifestraying, waywardE.

ShortDef

running through

Debugging

Headword:
διάδρομος
Headword (normalized):
διάδρομος
Headword (normalized/stripped):
διαδρομος
IDX:
8610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8611
Key:
διάδρομος

Data

{'headword_display': '<b>διάδρομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διάδρομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of fleeing</Indic><Tr>in a rush this way and that</Tr><Au>A.</Au></aS1> <aS1><Indic>of lintels</Indic><Tr>falling apart<Expl>in an earthquake</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a marriage, meton. for a wife</Indic><Tr>straying, wayward</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διάδρομος'}