Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
διαδρομή
διάδρομος
διαδύομαι
διάδυσις
διᾴδω
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαειμένος
View word page
δια-δράσσομαι
διαδράσσομαιmid.vb of fighting-cocksget a holdw.gen.on each otherPlb.

ShortDef

seize hold of

Debugging

Headword:
διαδράσσομαι
Headword (normalized):
διαδράσσομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδρασσομαι
IDX:
8608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8609
Key:
διαδράσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-δράσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>δράσσομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of fighting-cocks</Indic><Tr>get a hold</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>on each other<Au>Plb.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδράσσομαι'}