Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
διαδρομή
διάδρομος
διαδύομαι
διάδυσις
διᾴδω
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
View word page
διαδρᾱσι-πολῑ́της
διαδρᾱσιπολῑ́τηςουmδιαδιδρᾱ́σκω one who avoids his civic responsibilitiesesp. military serviceduty-dodging citizenAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαδρᾱσιπολῑ́της
Headword (normalized):
διαδρᾱσιπολῑ́της
Headword (normalized/stripped):
διαδρασιπολιτης
IDX:
8607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8608
Key:
διαδρᾱσιπολῑ́της

Data

{'headword_display': '<b>διαδρᾱσι-πολῑ́της</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαδρᾱσι<hyph/>πολῑ́της</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>διαδιδρᾱ́σκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who avoids his civic responsibilities<Expl>esp. military service</Expl></Def><Tr>duty-dodging citizen</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαδρᾱσιπολῑ́της'}