Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
διαδρομή
διάδρομος
διαδύομαι
διάδυσις
διᾴδω
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
View word page
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱ́ςathem.aor.ptcpl.seeδιαδιδρᾱ́σκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαδρᾱ́ς
Headword (normalized):
διαδρᾱ́ς
Headword (normalized/stripped):
διαδρας
IDX:
8606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8607
Key:
διαδρᾱ́ς

Data

{'headword_display': '<b>διαδρᾱ́ς</b>', 'content': '<XE><RefFm>διαδρᾱ́ς<LblR>athem.aor.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διαδιδρᾱ́σκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαδρᾱ́ς'}