Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
διαδρομή
διάδρομος
διαδύομαι
View word page
διάδοσις
διάδοσιςεωςfδιαδίδωμι distributionof money, landD. Plb. exchangeof smilesPlu.

ShortDef

a distribution, largess

Debugging

Headword:
διάδοσις
Headword (normalized):
διάδοσις
Headword (normalized/stripped):
διαδοσις
IDX:
8601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8602
Key:
διάδοσις

Data

{'headword_display': '<b>διάδοσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάδοσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαδίδωμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>distribution<Expl>of money, land</Expl></Tr><Au>D. Plb.</Au></nS1> <nS1><Tr>exchange<Expl>of smiles</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάδοσις'}