Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
διαδρομή
διάδρομος
View word page
δια-δορατίζομαι
διαδορατίζομαιmid.vbδόρυ engage in a spear-fightlunge at the enemyw.dat.w. a pikePlb.

ShortDef

fight with spears

Debugging

Headword:
διαδορατίζομαι
Headword (normalized):
διαδορατίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδορατιζομαι
IDX:
8600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8601
Key:
διαδορατίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-δορατίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>δορατίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>δόρυ</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>engage in a spear-fight</Def><Tr>lunge at the enemy</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a pike<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδορατίζομαι'}