Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
διαδρομή
View word page
δια-δοξάζω
διαδοξάζωvb form an opinionPl.

ShortDef

form a definite opinion

Debugging

Headword:
διαδοξάζω
Headword (normalized):
διαδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
διαδοξαζω
IDX:
8599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8600
Key:
διαδοξάζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-δοξάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>δοξάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>form an opinion</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδοξάζω'}