Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
διαδράσσομαι
View word page
δια-δοκιμάζω
διαδοκιμάζωvb distinguish by testinggood and counterfeit coinageX.

ShortDef

to test closely

Debugging

Headword:
διαδοκιμάζω
Headword (normalized):
διαδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
διαδοκιμαζω
IDX:
8598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8599
Key:
διαδοκιμάζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-δοκιμάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>δοκιμάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>distinguish by testing</Tr><Obj>good and counterfeit coinage<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδοκιμάζω'}