Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
διαδρᾱσιπολῑ́της
View word page
δια-διφρεύω
διαδιφρεύωvb cross in a chariotw.prep.phr.over the seaE.

ShortDef

to drive

Debugging

Headword:
διαδιφρεύω
Headword (normalized):
διαδιφρεύω
Headword (normalized/stripped):
διαδιφρευω
IDX:
8597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8598
Key:
διαδιφρεύω

Data

{'headword_display': '<b>δια-διφρεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>διφρεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>cross in a chariot</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>over the sea<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδιφρεύω'}