Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
διαδρᾱ́ς
View word page
διαδίκασμα
διαδίκασμαατοςn property claimedin a contested lawsuitLys.

ShortDef

object of litigation in a διαδικασία

Debugging

Headword:
διαδίκασμα
Headword (normalized):
διαδίκασμα
Headword (normalized/stripped):
διαδικασμα
IDX:
8596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8597
Key:
διαδίκασμα

Data

{'headword_display': '<b>διαδίκασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαδίκασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>property claimed<Expl>in a contested lawsuit</Expl></Tr><Au>Lys.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαδίκασμα'}