Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
διαδραμεῖν
View word page
διαδικασίᾱ
διαδικασίᾱᾱςfδιαδικάζω lawsuit to decide a contested claim Att.orats. Pl. Arist.w.gen.over an inheritance, a guardianshipD. Arist. adjudicationof a contested claimPl. X. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαδικασίᾱ
Headword (normalized):
διαδικασίᾱ
Headword (normalized/stripped):
διαδικασια
IDX:
8595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8596
Key:
διαδικασίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διαδικασίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαδικασίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαδικάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lawsuit to decide a contested claim </Tr><Au>Att.orats. Pl. Arist.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>over an inheritance, a guardianship</Indic><Au>D. Arist.</Au></nS2></nS1> <nS1><Tr>adjudication<Expl>of a contested claim</Expl></Tr><Au>Pl. X. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαδικασίᾱ'}